ανοικτή πώληση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαανοικτή πώληση
- είναι μιά τακτική καιρδοσκοπικού χαρακτήρα με την οποία ένα άτομο δανείζεται από ένα δεύτερο κάποια περιουσιακά στοιχεία και το πρώτο τα πουλάει στην ανοικτή αγορά ή σε κάποιον τρίτο· κατόπιν αφού βεβαιωθεί πως η αξία των ιδίων περιουσιακών στοιχείων έχει πέσει, τα αγοράζει και τα επιστρέφει στο δανειστή του έχωντας αποκομίσει κέρδος
- ένας ριψοκίνδυνος επενδυτής μόλις αντιληφθεί μιά υπερτιμημένη μετοχή θα την πουλήσει ανοιχτά ρισκάρωντας να μη βρει αγοραστή
- συμβαίνει όταν πουλάς ακριβά και αγοράζεις φτηνά δανεικά αντικείμενα, που δε σου ανήκει η κατοχή αλλά η προσωρινή επικαρπία
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανοικτή πώληση