Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανοικοδόμησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ανοικοδόμησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ανοικοδομώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ανοικοδομώ