Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ανοίξω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανοίγω
  2. θα ανοίξω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανοίγω