Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ανθοφορήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανθοφορώ
  2. θα ανθοφορήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανθοφορώ
  3. να ανθοφορήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανθοφορώ