ανθολογήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ανθολογήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανθολογώ
- θα ανθολογήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανθολογώ
- να ανθολογήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανθολογώ