ανθίσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ανθίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανθίζω
- θα ανθίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανθίζω
- να ανθίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανθίζω
ανθίσει