Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ανησυχήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανησυχώ
  2. θα ανησυχήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανησυχώ
  3. να ανησυχήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανησυχώ