ανεχτεί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ανεχτεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανέχομαι
- θα ανεχτεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανέχομαι
- να ανεχτεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανέχομαι