ανελεημόνως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανελεημόνως < αρχαία ελληνική ἀνελεημόνως < ἀνελεήμων
Επίρρημα επεξεργασία
ανελεημόνως
- (λόγιο) άλλη μορφή του ανελεήμονα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανελεημόνως
|
Δείτε επίσης : ἀνελεημόνως |
ανελεημόνως
|