Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ανδρώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανδρώνω
  2. θα ανδρώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανδρώνω
  3. να ανδρώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανδρώνω