Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αναψηλαφήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναψηλαφώ
  2. θα αναψηλαφήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναψηλαφώ
  3. να αναψηλαφήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναψηλαφώ