αναφύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναφύομαι < αναφύω
Ρήμα
επεξεργασίααναφύομαι
- εμφανίζομαι, εκδηλώνομαι, προκύπτω
Καθημερινώς αναφύονται πολλά προβλήματα και πραγματικά δε ξέρω με ποιο να καταπιαστώ πρώτα!
αναφύομαι
Καθημερινώς αναφύονται πολλά προβλήματα και πραγματικά δε ξέρω με ποιο να καταπιαστώ πρώτα!