Ετυμολογία

επεξεργασία
αναφύομαι < αναφύω

αναφύομαι

  • εμφανίζομαι, εκδηλώνομαι, προκύπτω

Καθημερινώς αναφύονται πολλά προβλήματα και πραγματικά δε ξέρω με ποιο να καταπιαστώ πρώτα!

  Μεταφράσεις

επεξεργασία