Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αναφωνήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναφωνώ
  2. θα αναφωνήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναφωνώ
  3. να αναφωνήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναφωνώ