αναφλεγεί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αναφλεγεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναφλέγομαι
- θα αναφλεγεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναφλέγομαι
- να αναφλεγεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναφλέγομαι