Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αναφλεγεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναφλέγομαι
  2. θα αναφλεγεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναφλέγομαι
  3. να αναφλεγεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναφλέγομαι