ανατσουτσουρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανατσουτσουρώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαανατσουτσουρώνω
- (λαϊκότροπο) (ιδιωματικό) ανατριχιάζω
- Ἐλαφρὸς κόλαφος ἠκούσθη, καὶ συγχρόνως φωνὴ παραδόξου ὄντος μελανοῦ τὴν ὄψιν, μὲ μαλλιὰ ἀνατσουτσουρωμένα, μὲ ἀλλόκοτα ράκη ὡς ἐνδυμασίαν, ἀντήχησε: (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Της κοκόνας το σπίτι)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανατσουτσουρώνω | ανατσουτσούρωνα | θα ανατσουτσουρώνω | να ανατσουτσουρώνω | ανατσουτσουρώνοντας | |
β' ενικ. | ανατσουτσουρώνεις | ανατσουτσούρωνες | θα ανατσουτσουρώνεις | να ανατσουτσουρώνεις | ανατσουτσούρωνε | |
γ' ενικ. | ανατσουτσουρώνει | ανατσουτσούρωνε | θα ανατσουτσουρώνει | να ανατσουτσουρώνει | ||
α' πληθ. | ανατσουτσουρώνουμε | ανατσουτσουρώναμε | θα ανατσουτσουρώνουμε | να ανατσουτσουρώνουμε | ||
β' πληθ. | ανατσουτσουρώνετε | ανατσουτσουρώνατε | θα ανατσουτσουρώνετε | να ανατσουτσουρώνετε | ανατσουτσουρώνετε | |
γ' πληθ. | ανατσουτσουρώνουν(ε) | ανατσουτσούρωναν ανατσουτσουρώναν(ε) |
θα ανατσουτσουρώνουν(ε) | να ανατσουτσουρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανατσουτσούρωσα | θα ανατσουτσουρώσω | να ανατσουτσουρώσω | ανατσουτσουρώσει | ||
β' ενικ. | ανατσουτσούρωσες | θα ανατσουτσουρώσεις | να ανατσουτσουρώσεις | ανατσουτσούρωσε | ||
γ' ενικ. | ανατσουτσούρωσε | θα ανατσουτσουρώσει | να ανατσουτσουρώσει | |||
α' πληθ. | ανατσουτσουρώσαμε | θα ανατσουτσουρώσουμε | να ανατσουτσουρώσουμε | |||
β' πληθ. | ανατσουτσουρώσατε | θα ανατσουτσουρώσετε | να ανατσουτσουρώσετε | ανατσουτσουρώστε | ||
γ' πληθ. | ανατσουτσούρωσαν ανατσουτσουρώσαν(ε) |
θα ανατσουτσουρώσουν(ε) | να ανατσουτσουρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανατσουτσουρώσει | είχα ανατσουτσουρώσει | θα έχω ανατσουτσουρώσει | να έχω ανατσουτσουρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανατσουτσουρώσει | είχες ανατσουτσουρώσει | θα έχεις ανατσουτσουρώσει | να έχεις ανατσουτσουρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανατσουτσουρώσει | είχε ανατσουτσουρώσει | θα έχει ανατσουτσουρώσει | να έχει ανατσουτσουρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανατσουτσουρώσει | είχαμε ανατσουτσουρώσει | θα έχουμε ανατσουτσουρώσει | να έχουμε ανατσουτσουρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανατσουτσουρώσει | είχατε ανατσουτσουρώσει | θα έχετε ανατσουτσουρώσει | να έχετε ανατσουτσουρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανατσουτσουρώσει | είχαν ανατσουτσουρώσει | θα έχουν ανατσουτσουρώσει | να έχουν ανατσουτσουρώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ανατσουτσουρωμένος - είμαστε, είστε, είναι ανατσουτσουρωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ανατσουτσουρωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ανατσουτσουρωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ανατσουτσουρωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ανατσουτσουρωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ανατσουτσουρωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ανατσουτσουρωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανατσουτσουρώνω
|