Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ανατρέψουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανατρέπω
  2. θα ανατρέψουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανατρέπω