ανατινάξει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ανατινάξει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανατινάζω
- θα ανατινάξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανατινάζω
- να ανατινάξει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανατινάζω