ανατείλει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ανατείλει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανατέλλω
- θα ανατείλει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανατέλλω
- να ανατείλει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανατέλλω