Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ανασύστησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ανασυνιστώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ανασυνιστώ