Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ανασκοπήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανασκοπώ
  2. θα ανασκοπήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανασκοπώ
  3. να ανασκοπήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανασκοπώ