αναρριχηθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααναρριχηθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναρριχώμαι
- θα αναρριχηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναρριχώμαι
αναρριχηθείς