Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναπόδραστα < αναπόδραστος < (ελληνιστική κοινή) ἀναπόδραστος

  Επίρρημα επεξεργασία

αναπόδραστα

  Μεταφράσεις επεξεργασία