Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αναπνεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναπνέω
  2. θα αναπνεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναπνέω
  3. να αναπνεύσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναπνέω