αναπνεύσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αναπνεύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναπνέω
- θα αναπνεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναπνέω
- να αναπνεύσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναπνέω