αναπλεύσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αναπλεύσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναπλέω
- θα αναπλεύσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναπλέω
αναπλεύσετε