Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναπάλλομαι < παθητική φωνή του ρήματος αναπάλλω

  Ρήμα επεξεργασία

αναπάλλομαι

  1. ταλαντώνομαι, τινάζομαι προς τα πάνω, πετάγομαι πάνω
    το τζιτζίκισμα σαν ήχος παράγεται επειδή αναπάλλεται μια μεμβράνη στο θώρακα του τζιτζικιού

  Μεταφράσεις επεξεργασία