αναπάλλομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναπάλλομαι < παθητική φωνή του ρήματος αναπάλλω
Ρήμα επεξεργασία
αναπάλλομαι
- ταλαντώνομαι, τινάζομαι προς τα πάνω, πετάγομαι πάνω
- το τζιτζίκισμα σαν ήχος παράγεται επειδή αναπάλλεται μια μεμβράνη στο θώρακα του τζιτζικιού
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναπάλλομαι
|