Ετυμολογία

επεξεργασία
αναξέω < (ελληνιστική κοινή) ἀναξέω

αναξέω

  • ξύνω πληγές που ήταν έτοιμες να κλείσουν, αναμοχλεύω πάθη που οι περισσότεροι θέλουν να λησμονηθούν, "τα σκαλίζω"

  Μεταφράσεις

επεξεργασία