Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αναμαλλιάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναμαλλιάζω
  2. θα αναμαλλιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναμαλλιάζω
  3. να αναμαλλιάσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναμαλλιάζω