αναλύσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αναλύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναλύω
- θα αναλύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναλύω
- να αναλύσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναλύω