Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αναλογιστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναλογίζομαι
  2. θα αναλογιστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναλογίζομαι
  3. να αναλογιστεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναλογίζομαι