Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανακούφισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ανακούφισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ανακουφίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ανακουφίζω