ανακλαδώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαανακλαδώνω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ανακλάδωμα
- → δείτε τις λέξεις κλαδώνω και κλαδί
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανακλαδώνω | ανακλάδωνα | θα ανακλαδώνω | να ανακλαδώνω | ανακλαδώνοντας | |
β' ενικ. | ανακλαδώνεις | ανακλάδωνες | θα ανακλαδώνεις | να ανακλαδώνεις | ανακλάδωνε | |
γ' ενικ. | ανακλαδώνει | ανακλάδωνε | θα ανακλαδώνει | να ανακλαδώνει | ||
α' πληθ. | ανακλαδώνουμε | ανακλαδώναμε | θα ανακλαδώνουμε | να ανακλαδώνουμε | ||
β' πληθ. | ανακλαδώνετε | ανακλαδώνατε | θα ανακλαδώνετε | να ανακλαδώνετε | ανακλαδώνετε | |
γ' πληθ. | ανακλαδώνουν(ε) | ανακλάδωναν ανακλαδώναν(ε) |
θα ανακλαδώνουν(ε) | να ανακλαδώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανακλάδωσα | θα ανακλαδώσω | να ανακλαδώσω | ανακλαδώσει | ||
β' ενικ. | ανακλάδωσες | θα ανακλαδώσεις | να ανακλαδώσεις | ανακλάδωσε | ||
γ' ενικ. | ανακλάδωσε | θα ανακλαδώσει | να ανακλαδώσει | |||
α' πληθ. | ανακλαδώσαμε | θα ανακλαδώσουμε | να ανακλαδώσουμε | |||
β' πληθ. | ανακλαδώσατε | θα ανακλαδώσετε | να ανακλαδώσετε | ανακλαδώστε | ||
γ' πληθ. | ανακλάδωσαν ανακλαδώσαν(ε) |
θα ανακλαδώσουν(ε) | να ανακλαδώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανακλαδώσει | είχα ανακλαδώσει | θα έχω ανακλαδώσει | να έχω ανακλαδώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανακλαδώσει | είχες ανακλαδώσει | θα έχεις ανακλαδώσει | να έχεις ανακλαδώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανακλαδώσει | είχε ανακλαδώσει | θα έχει ανακλαδώσει | να έχει ανακλαδώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανακλαδώσει | είχαμε ανακλαδώσει | θα έχουμε ανακλαδώσει | να έχουμε ανακλαδώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανακλαδώσει | είχατε ανακλαδώσει | θα έχετε ανακλαδώσει | να έχετε ανακλαδώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανακλαδώσει | είχαν ανακλαδώσει | θα έχουν ανακλαδώσει | να έχουν ανακλαδώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανακλαδώνω
|