Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανακλάδωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ανακλάδωμα
τα
ανακλαδώμα
τ
α
γενική
του
ανακλαδώμα
τ
ος
των
ανακλαδωμά
τ
ων
αιτιατική
το
ανακλάδωμα
τα
ανακλαδώμα
τ
α
κλητική
ανακλάδωμα
ανακλαδώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανακλάδωμα
<
ανακλαδώνω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ανακλάδωμα
ουδέτερο
(
λογοτεχνικό
) η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
ανακλαδώνω
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
κλαδώνω
και
κλαδί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανακλάδωμα
αγγλικά
:
branching
(en)