ανακατέψει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ανακατέψει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανακατεύω
- θα ανακατέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανακατεύω
- να ανακατέψει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανακατεύω