Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ανακαλύψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανακαλύπτω
  2. θα ανακαλύψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανακαλύπτω
  3. να ανακαλύψει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανακαλύπτω