ανακαλύψει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ανακαλύψει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανακαλύπτω
- θα ανακαλύψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανακαλύπτω
- να ανακαλύψει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανακαλύπτω