ανακαλέσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ανακαλέσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανακαλώ
- θα ανακαλέσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανακαλώ
ανακαλέσουν