αναισθητοποιήσω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αναισθητοποιήσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναισθητοποιώ
- θα αναισθητοποιήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναισθητοποιώ