Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αναισθητοποιήσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναισθητοποιώ
  2. θα αναισθητοποιήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναισθητοποιώ