αναθέσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αναθέσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναθέτω
- θα αναθέσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναθέτω
- να αναθέσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναθέτω