Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αναγράψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναγράφω
  2. θα αναγράψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναγράφω
  3. να αναγράψει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναγράφω