αναγκαστείτε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααναγκαστείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναγκάζομαι
- θα αναγκαστείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναγκάζομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αναγκάζομαι