Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αναγάλλιασε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αναγαλλιάζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αναγαλλιάζω