αναβοσβήσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αναβοσβήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναβοσβήνω
- θα αναβοσβήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναβοσβήνω