αναβάλουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αναβάλουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναβάλλω
- θα αναβάλουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναβάλλω
αναβάλουμε