ανάστα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανάστα < προστακτική μέσου αορίστου του ἀνίσταμαι
Επίρρημα
επεξεργασίαανάστα
- λέξη που μπήκε και παρέμεινε στο λεξιλόγιο από την λειτουργία της πρώτης Αναστάσεως (ἀνάστα ὁ Θεός κρίνων τήν γῆν) και που επιβιώνει σε φράσεις όπως ανάστα ο Κύριος και ανάστα ο κόσμος και ανάστα ο Θεός για να δηλώσει κατάσταση με μεγάλη αναστάτωση και ταραχή
- Η μικρή πήγε για πρώτη φορά σε μπαράκι με φίλες της και γύρισε χαράματα, οπότε έγινε ανάστα ο Κύριος.