Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αμφισβητηθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αμφισβητούμαι
  2. θα αμφισβητηθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αμφισβητούμαι
  3. να αμφισβητηθεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αμφισβητούμαι