αμφισβητήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αμφισβητήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αμφισβητώ
- θα αμφισβητήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αμφισβητώ
- να αμφισβητήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αμφισβητώ