Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αμολήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αμολάω
  2. θα αμολήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αμολάω
  3. να αμολήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αμολάω