αμερικανοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.me.ɾi.ka.no.piˈu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐με‐ρι‐κα‐νο‐ποι‐ού‐μαι
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αμερικανοποιούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος αμερικανοποιώ
Κλίση επεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αμερικανοποιούμαι | αμερικανοποιούμουν | θα αμερικανοποιούμαι | να αμερικανοποιούμαι | ||
β' ενικ. | αμερικανοποιείσαι | αμερικανοποιούσουν | θα αμερικανοποιείσαι | να αμερικανοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | αμερικανοποιείται | αμερικανοποιούνταν | θα αμερικανοποιείται | να αμερικανοποιείται | ||
α' πληθ. | αμερικανοποιούμαστε | αμερικανοποιούμασταν αμερικανοποιούμαστε |
θα αμερικανοποιούμαστε | να αμερικανοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | αμερικανοποιείστε | αμερικανοποιούσασταν αμερικανοποιούσαστε |
θα αμερικανοποιείστε | να αμερικανοποιείστε | αμερικανοποιείστε | |
γ' πληθ. | αμερικανοποιούνται | αμερικανοποιούνταν | θα αμερικανοποιούνται | να αμερικανοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αμερικανοποιήθηκα | θα αμερικανοποιηθώ | να αμερικανοποιηθώ | αμερικανοποιηθεί | ||
β' ενικ. | αμερικανοποιήθηκες | θα αμερικανοποιηθείς | να αμερικανοποιηθείς | αμερικανοποιήσου | ||
γ' ενικ. | αμερικανοποιήθηκε | θα αμερικανοποιηθεί | να αμερικανοποιηθεί | |||
α' πληθ. | αμερικανοποιηθήκαμε | θα αμερικανοποιηθούμε | να αμερικανοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | αμερικανοποιηθήκατε | θα αμερικανοποιηθείτε | να αμερικανοποιηθείτε | αμερικανοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | αμερικανοποιήθηκαν αμερικανοποιηθήκαν(ε) |
θα αμερικανοποιηθούν(ε) | να αμερικανοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αμερικανοποιηθεί | είχα αμερικανοποιηθεί | θα έχω αμερικανοποιηθεί | να έχω αμερικανοποιηθεί | αμερικανοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις αμερικανοποιηθεί | είχες αμερικανοποιηθεί | θα έχεις αμερικανοποιηθεί | να έχεις αμερικανοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αμερικανοποιηθεί | είχε αμερικανοποιηθεί | θα έχει αμερικανοποιηθεί | να έχει αμερικανοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αμερικανοποιηθεί | είχαμε αμερικανοποιηθεί | θα έχουμε αμερικανοποιηθεί | να έχουμε αμερικανοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αμερικανοποιηθεί | είχατε αμερικανοποιηθεί | θα έχετε αμερικανοποιηθεί | να έχετε αμερικανοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αμερικανοποιηθεί | είχαν αμερικανοποιηθεί | θα έχουν αμερικανοποιηθεί | να έχουν αμερικανοποιηθεί |
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμερικανοποιούμαι
|
Πηγές επεξεργασία
- αμερικανοποιούμαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)