Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αμειφθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αμείβομαι
  2. θα αμειφθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αμείβομαι
  3. να αμειφθεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αμείβομαι