αμειφθεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααμειφθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αμείβομαι
- θα αμειφθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αμείβομαι
- να αμειφθεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αμείβομαι