αμαυρώσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αμαυρώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αμαυρώνω
- θα αμαυρώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αμαυρώνω
- να αμαυρώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αμαυρώνω