Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αμαυρώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αμαυρώνω
  2. θα αμαυρώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αμαυρώνω
  3. να αμαυρώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αμαυρώνω